σαλαγώ

σαλαγώ
σαλαγάω 1. αμετ.
1) создавать шум, гам, гомон (о толпе); 2) создавать шум (о прогоняемом стаде); 2. μετ. понукать (скот)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σαλαγώ" в других словарях:

  • σαλαγώ — σαλαγῶ, έω, ΝΑ, και σαλαγάω Ν 1. (αμτβ.) (για πλήθος ανθρώπων ή για αγέλη ζώων) αναδίδω υπόκωφη βοή 2. (μτβ.) οδηγώ τα βοσκήματα στην βοσκή ή στην στάνη με δυνατές φωνές («τα πρόβατα στής ρεματιάς το πλάι σαλαγώντας», Κρυστ.) αρχ. 1. κροτώ ή… …   Dictionary of Greek

  • σαλαγώ — και σαλαγάω και σαλαΐζω 1. μτβ., οδηγώ το κοπάδι με φωνές: Σαλαγάει τα πρόβατα. 2. αμτβ., προκαλώ θόρυβο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλίτσα — και γλίντζα, γλίτζα, η 1. λίπος από βρασμένο κρέας, κυρίως χοιρινό, η γλίνα* 2. λεκές από λίπος 3. λιπαρή και γλιστερή βρομιά 4. «γλίτσα τής πέτρας» το φυτό ροκέλλη η φύκοψις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς από το κνίσα με τροπή τού σ σε τσ… …   Dictionary of Greek

  • σάλαγος — ο, Ν [σαλαγώ] 1. θόρυβος, βοή πλήθους ανθρώπων ή αγέλης ζώων που βρίσκονται σε κίνηση («σκώνοντ άλλα με σάλαγο απάνου», Κρυστ.) 2. η κραυγή τού βοσκού προς τα βοσκήματα για σταμάτημα ή για αλλαγή κατεύθυνσης …   Dictionary of Greek

  • σαλάγη — και σαλαγή, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) θόρυβος, κραυγή, βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. σαλαγῶ] …   Dictionary of Greek

  • σαλαΐζω — ΝΑ νεοελλ. σαλαγώ αρχ. κραυγάζω θρηνητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] …   Dictionary of Greek

  • σαλαγάω — (σπάν. σαλαγώ), σαλάγησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»